- αθρυπτως
- ἀθρύπτωςпросто, сурово
(μεταχειρίζεσθαι τέν δικτατωρίαν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μεταχειρίζεσθαι τέν δικτατωρίαν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀθρύπτως — ἄθρυπτος unbroken adverbial ἄθρυπτος unbroken masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)